- εξωφρενικότητα
- ηη ιδιότητα του εξωφρενικού (βλ. λ.), ο εξωφρενισμός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξωφρενικότητα — η η ιδιότητα τού εξωφρενικού … Dictionary of Greek
αλλοκοτιά — η (Α ἀλλοκοτία) [ἀλλόκοτος] παραδοξότητα, ιδιορρυθμία, ιδιοτροπία νεοελλ. 1. παραδοξολογία 2. παραλογισμός, εξωφρενικότητα … Dictionary of Greek
εξωφρενισμός — ο 1. εξωφρενικότητα 2. στον πληθ. εξωφρενικές ενέργειες … Dictionary of Greek